ἀξιομάχως
French (Bailly abrégé)
adv.
à forces égales.
Étymologie: ἀξιόμαχος.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιομάχως: с достаточными силами (συνεστηκέναι τινί Plut.).
adv.
à forces égales.
Étymologie: ἀξιόμαχος.
ἀξιομάχως: с достаточными силами (συνεστηκέναι τινί Plut.).