ἀξιομάχως
From LSJ
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
French (Bailly abrégé)
adv.
à forces égales.
Étymologie: ἀξιόμαχος.
Russian (Dvoretsky)
ἀξιομάχως: с достаточными силами (συνεστηκέναι τινί Plut.).