ἀξιόμαχος

From LSJ

Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο → of Darius and Parysatis there are born two children

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀξιόμᾰχος Medium diacritics: ἀξιόμαχος Low diacritics: αξιόμαχος Capitals: ΑΞΙΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: axiómachos Transliteration B: axiomachos Transliteration C: aksiomachos Beta Code: a)cio/maxos

English (LSJ)

ἀξιόμαχον,
A a match for another in battle or war, τινί Hdt.7.157, Th.8.38; πρός τινα Plu.Cat.Ma.12, etc.: abs., Hdt. 3.19, 8.63, Th.8.80, Aen.Tact.2.5.
2 c. inf., sufficient in strength or number, νέες ἀξιόμαχοι τῆσι Αἰγινητέων συμβαλεῖν Hdt.6.89; νεῶν.. ἀξιομάχων δέκεσθαι τὸν ἐπιόντα Id.7.138, cf. 101; ἀξιόμαχόν τι δρᾶν D.C.43.4. Adv. ἀξιομάχως, τινὶ συνεστάναι Plu.Sull.19.

Spanish (DGE)

-ον
I que tiene suficiente fuerza para luchar c. dat. ἀξιόμαχοι γινόμεθα τοῖσι ἐπιοῦσι Hdt.7.157, ἀξιόμαχοι αὐτοῖς ἐφαίνοντο Th.8.38, cf. Plu.2.322a, D.Chr.4.5
c. prep. πρὸς αὐτόν Plu.Cat.Ma.12
c. inf. que tiene fuerza suficiente νέες ... ἀξιόμαχοι τῇσι Αἰγινητέων συμβαλεῖν Hdt.6.89, οὐκ ἀξιόμαχοί εἰσι ἐμὲ ἐπιόντα ὑπομεῖναι no son una fuerza suficiente para resistir mi ataque Hdt.7.101, νεῶν ... ἀξιομάχων δέκεσθαι τὸν ἐπιόντα Hdt.7.138
abs. de pers., capaz o preparado para la batalla Hdt.3.19, Th.4.57, 8.80, Plb.4.12.6, πλῆθος POxy.2399.30 (I d.C.), Aen.Tact.2.5, δύναμις D.C.Epit.8.10.1, στρατεύματα D.C.45.42.1, ἀντιπαρασκευή Lib.Or.11.177, ἀξιόμαχόν τι una acción de guerra D.C.43.4.1.
II adv. -ως con fuerza suficiente ἀξιομάχως ... τῷ Ἀρχελάῳ (combatía) con fuerza suficiente contra Arquelao Plu.Sull.19.

German (Pape)

[Seite 270] im Kampf gewachsen, τινί, oft bei Her., z. B. 7, 157. 9, 98; mit folgdm inf., ὑπομεῖναι ἐμέ 7, 191; vgl. 6, 89; absolut, 8, 68. Auch Sp., z. B. Plut. thes. 4; πρὸς τὸν τύραννον Timol. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
digne ou capable de combattre.
Étymologie: ἄξιος, μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀξιόμᾰχος:
1 достойный быть противником, могущий сразиться (τινι Her., Plut. и πρός τινα Plut.);
2 численно достаточный для боя (νέες Her.; δύναμις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀξιόμᾰχος: -ον, ἄξιος, ἱκανός, ἰσοδύναμος ἐν πολέμῳ ἢ μάχῃ, ἀξιόμαχοι γινόμεθα τοῖσι ἐπιοῦσι Ἡρόδ. 7. 157, 236, κ. ἀλλ., Θουκ. 8. 38· πρός τινα Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 12. κτλ.: - ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 19., 8. 63, Θουκ. 8. 80. 2) μετ’ ἀπαρ., ἀρκετὸς κατὰ τὴν δύναμιν ἢ τὸν ἀριθμόν, ἰσοδύναμος, ἰσοπαλής, νέες... ἀξιόμαχοι τῇσι Αἰγινητέων συμβαλέειν Ἡρόδ. 6. 89· νεῶν... ἀξιομάχων δέκεσθαι τὸν ἐπιόντα ὁ αὐτ. 7. 138, πρβλ. 101· ἀξιόμαχόν τι δρᾶν, συντελεστικὸν πρὸς νίκην ἐν μάχῃ, Δίων Κ. 43. 4: - Ἐπίρρ. -χως Πλουτ. Θησ. 4.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀξιόμαχος, -ον)
ικανός για μάχη, επαρκής κατά τη δύναμη ή τον αριθμό ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τον αντίπαλο.

Greek Monotonic

ἀξιόμᾰχος: -ον (μάχομαι),
1. ισάξιος με κάποιον στη μάχη ή στον πόλεμο, τινι, σε Ηρόδ., Θουκ.· πρός τινα, σε Πλούτ.· απόλ., σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. με απαρ., επαρκής σε δύναμη ή αριθμό ώστε να κάνει κάτι, στον ίδ.· επίρρ. -χως, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μάχομαι
1. a match for another in battle or war, τινι Hdt., Thuc.; πρός τινα Plut.: absol., Hdt., etc.
2. c. inf. sufficient in strength or number to do a thing, Hdt. adv. -χως, Plut.

English (Woodhouse)

a match for, able to cope with, equal to, in fighting

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

par ad resistendum, equal to resisting, 4.57.2, 5.2.3, 5.60.3, 8.38.3, 8.80.1.