ἐνυφαντός

Revision as of 14:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

όν, A inwoven, Theoc.15.83.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνῠφαντός: -όν, ὑφαντός, «κεντημένος» ἔν τινι, Θεόκρ. 15. 83.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tissé, brodé.
Étymologie: ἐνυφαίνω.

Spanish (DGE)

(ἐνῠφαντός) -όν tejido de figuras en un tapiz, Theoc.15.83.

Greek Monolingual

ἐνυφαντός, -όν (Α)
υφαντός, ενυφασμένος.

Greek Monotonic

ἐνῠφαντός: -όν, υφαντός, κεντημένος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνῠφαντός: вотканный (γράμματα Theocr.).

Middle Liddell

ἐνῠφαντός, όν [from ἐνῠφαίνω] adj
inwoven, Theocr.