δυστοκεύς

Revision as of 18:07, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

English (LSJ)

έως, ὁ, ἡ, A suffering in child-birth, δυστοκέες ἀλετρίδες Call.Del. 242; unhappy parent, δ. τοκέες IG14.2125.

German (Pape)

[Seite 689] ὁ, der Unglückserzeuger, τοκέες Ep. ad. 703 (App. 225).

Greek (Liddell-Scott)

δυστοκεύς: έως, ὁ, ἀτυχὴς γονεύς, δυστοκέες ἀλετρίδες Καλλ. εἰς Δῆλ. 242· δ. τοκέες Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
malheureux père ; plur. malheureux parents.
Étymologie: δυσ-, τοκεύς.

Spanish (DGE)

-έως
• Morfología: [plu. nom. δυστοκέες]
1 que padece en el parto ἀλετρίδες Call.Del.242.
2 que es padre desgraciado δυστοκέες τοκέες infelices progenitores, IUrb.Rom.1393.4 (II d.C.).

Greek Monolingual

δυστοκεύς, ο, η (Α)
άτυχος γονιός.

Greek Monotonic

δυστοκεύς: -έως, ὁ, άτυχος, δυστυχισμένος γονιός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δυστοκεύς: έως adj. m (о родителях) несчастный (τοκέες Anth.).

Middle Liddell

δυσ-τοκεύς, έως,
an unhappy parent, Anth.