τετραστάτηρος

Revision as of 18:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2")

English (LSJ)

[στᾰ], ον, A costing four staters, σωτηρία Ar.Ec.413. II τετραστάτηρον, τό, a four-stater piece, Arist.Fr. 529.

German (Pape)

[Seite 1099] vier Stateren werth, Ar. Eccl. 413.

Greek (Liddell-Scott)

τετραστάτηρος: [ᾰ], -ον, ὁ ἀξίζων τέσσαρας στατῆρας, σωτηρία Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 413. ΙΙ. τετραστάτηρον, τό, νόμισμα τεσσάρων στατήρων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 486.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον
νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + στατήρ, -ῆρος (πρβλ. δεκα-στάτηρος)].

Russian (Dvoretsky)

τετραστάτηρος: (τᾰ) обходящийся в четыре статера (σωτηρία Arph.).

English (Woodhouse)

worth four staters