νυκτίρεμβος

Revision as of 10:10, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

ον, A strolling, wandering about by night, Vett.Val.16.11: wrongly spelt νυκτερίρεμβος in Ptol.Tetr. 161.

Greek Monolingual

νυκτίρεμβος και νυκτερίρεμβος -ον (Α)
αυτός που περιφέρεται τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + ῥέμβος (< ῥέμβομαι «περιφέρομαι»). Ο τ. νυκτερίρεμβος είναι εσφαλμένος].