περιτοξεύω

Revision as of 10:25, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

A overshoot, outshoot, τινα Ar.Ach.712 (nisi leg. ὑπερ-). II shoot to death with arrows, App.Num.3(ip.324 M.):— Pass., -τοξευθεὶς ὑπὸ τῶν βαρβάρων Aristid.1.125 J.

German (Pape)

[Seite 597] ringsum mit Pfeilen schießen, = ὑπερτοξεύω, ringsum niederschießen, dadurch überwältigen; Ar. Ach. 677; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιτοξεύω: ὑπερτοξεύω, ὑπερβαίνω εἰς τοξείαν, τινὰ Ἀριστοφ. Ἀχ. 712.

French (Bailly abrégé)

percer de traits lancés de toutes parts.
Étymologie: περί, τοξεύω.

Greek Monolingual

Α
1. εκτοξεύω βέλη από όλες τις διευθύνσεις
2. υπερακοντίζω.

Greek Monotonic

περιτοξεύω: μέλ. -σω, υπερακοντίζω, ξεπερνώ στη σκοποβολή, τινά, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

περιτοξεύω: перестрелять (τινάς Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-τοξεύω van alle kanten beschieten.

Middle Liddell

fut. σω
to overshoot, outshoot, τινά Ar.