ξεπερνώ

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

-άω
1. βγαίνω έξω από μια ορισμένη κατάσταση, υπερβαίνω (α. «ξεπέρασε τα όρια» β. «ξεπέρασα τον εαυτό μου»)
2. βγάζω κάτι από την οπή στην οποία ήταν περασμένο («ξεπερνώ την κλωστή από τη βελόνα»)
3. υπερτερώ, είμαι καλύτερος, προηγούμαι («τον ξεπερνά στα μαθήματα»)
4. διαφεύγω με την ικανότητα μου, υπερνικώ, υπερπηδώ («έχω ξεπεράσει πολλά εμπόδια στη ζωή μου»)
5. προσπερνώ, πηγαίνω πριν από κάποιον
6. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ξεπερασμένος, -η, -ο- παρωχημένος, απηρχαιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-περῶ (αόρ. ἐξ-επέρασα), βλ. και λ. ξ(ε)-].