ψέγος

Revision as of 10:50, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τάφος, Hsch.: cf. ἐπιψέγω.

Greek (Liddell-Scott)

ψέγος: τό, ὁ ψόγος, Wagner carm. gr. med. aevi 155. - Τὴν σήμερον ἔχομεν ἐν χρήσει τὸ ὑποκορ. ψεγάδι, Συναγωγὴ λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

(I)
το, ΝΜ ψέγω
μομφή, επίκριση.
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «τάφος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για διαλ. τ. της λ. στέγος με σημ. «τάφος»].

Frisk Etymology German

ψέγος: {pségos}
Meaning: τάφος. καὶ ἐπιψέγειν· ἐπικηδεύειν H.
Etymology: Unerklärt.
Page 2,1131