ἔκδρομος

Revision as of 11:10, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

ὁ, A one that runs out: ἔκδρομοι skirmishers, Th.4.125, X.HG4.5.16.

German (Pape)

[Seite 758] ὁ, der Ausläufer, bes. der aus der Schlachtreihe heraus gegen den Feind vorrückt, Thuc. 4, 125 Xen. Hell. 4, 5, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκδρομος: ὁ, ὁ ἐκθέων, ἐξερχόμενος δρομαίως, ἔκδρομοι, στρατιῶται ἐκθέοντες, ἐξορμῶντες ἐκ τῶν τάξεων, ἀκροβολισταί, Θουκ. 4. 125, Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui court hors de : οἱ ἔκδρομοι soldats qui sortent des rangs pour harceler l’ennemi.
Étymologie: ἐκδραμεῖν.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ milit. tropa de choque en constr. pred. ἐκδρόμους δὲ, εἴ πῃ προσβάλλοιεν αὐτοῖς, ἔταξε τοὺς νεωτάτους Th.4.125, οἱ ἱππεῖς ... σὺν τοῖς ἐκδρόμοις ἰσομέτωποι καὶ ἐδίωκον καὶ ἐπέστρεφον X.HG 4.5.16, ἐκπέμποντες δ' ἱππέας ἐκδρόμους D.C.47.36.2.

Greek Monolingual

ἔκδρομος, ο (Α)
1. αυτός που βγαίνει έξω τρέχοντας
2. στον πληθ. οἱ ἔκδρομοι
οι στρατιώτες που ξεφεύγουν από τις τάξεις τους και ορμούν στον εχθρό, οι ακροβολιστές.

Greek Monotonic

ἔκδρομος: ὁ, αυτός που ορμά έξω από τις γραμμές, ακροβολιστής, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

ἔκδρομος, ὁ, [from ἐκδρᾰμεῖν, aor2 inf. of ἐκτρέχω
one that sallies out from the ranks, a skirmisher, Thuc., Xen.