ταχύρροθος

Revision as of 08:05, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

English (LSJ)

ον, A swift-rushing, λόγοι A.Th.286.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύρροθος: -ον, ὁ τρέχων μετὰ πολλῆς ὁρμῆς, ταχύς, λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'élance vivement, impétueux.
Étymologie: ταχύς, ῥόθος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τρέχει με πολλή ορμή («ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ρροθος (< ῥόθος «θόρυβος»), πρβλ. πολύ-ρροθος].

Greek Monotonic

τᾰχύρροθος: -ον, αυτός που τρέχει με μεγάλη ορμή, ταχύς, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύρροθος: быстро налетающий, быстрый, стремительный (λόγοι Aesch.).

Middle Liddell

τᾰχύρ-ροθος, ον,
swift-rushing, Aesch.

English (Woodhouse)

quick