ταχύρροθος
English (LSJ)
ον, A swift-rushing, λόγοι A.Th.286.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχύρροθος: -ον, ὁ τρέχων μετὰ πολλῆς ὁρμῆς, ταχύς, λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s'élance vivement, impétueux.
Étymologie: ταχύς, ῥόθος.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τρέχει με πολλή ορμή («ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ρροθος (< ῥόθος «θόρυβος»), πρβλ. πολύ-ρροθος].
Greek Monotonic
τᾰχύρροθος: -ον, αυτός που τρέχει με μεγάλη ορμή, ταχύς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχύρροθος: быстро налетающий, быстрый, стремительный (λόγοι Aesch.).