ταχύρροθος

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠρροθος Medium diacritics: ταχύρροθος Low diacritics: ταχύρροθος Capitals: ΤΑΧΥΡΡΟΘΟΣ
Transliteration A: tachýrrothos Transliteration B: tachyrrothos Transliteration C: tachyrrothos Beta Code: taxu/rroqos

English (LSJ)

ταχύρροθον, swift-rushing, λόγοι A.Th.286.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'élance vivement, impétueux.
Étymologie: ταχύς, ῥόθος.

German (Pape)

schnell oder eilig gehend, λόγοι, Aesch. Spt. 267.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχύρροθος: быстро налетающий, быстрый, стремительный (λόγοι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχύρροθος: -ον, ὁ τρέχων μετὰ πολλῆς ὁρμῆς, ταχύς, λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 285.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που τρέχει με πολλή ορμή («ταχυρρόθους λόγους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -ρροθος (< ῥόθος «θόρυβος»), πρβλ. πολύρροθος].

Greek Monotonic

τᾰχύρροθος: -ον, αυτός που τρέχει με μεγάλη ορμή, ταχύς, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τᾰχύρ-ροθος, ον,
swift-rushing, Aesch.

English (Woodhouse)

quick

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)