ἁμαξοκυλιστής

Revision as of 15:45, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, (κυλίνδω) A down-roller (i.e. destroyer) of wagons: in plural, name of a Megarian family, Plu.2.304e.

German (Pape)

[Seite 116] ὁ, Karrenschieber? Als γένος Μεγαρικόν Plut. qu. gr. 59.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαξοκῠλιστής: -οῦ, ὁ, (κυλίνδω) ὁ κατακυλινδῶν, δηλ. καταστρέφων ἁμάξας: οἱ Ἁμαξοκυλισταὶ ἦσαν Μεγαρική τις οἰκογένεια, Πλουτ. 2. 304Ε.

Greek Monolingual

ἁμαξοκυλιστής, ο (Α)
1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών
2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί
όνομα μεγαρικής οικογένειας..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»].

Russian (Dvoretsky)

ἁμαξοκῠλιστής: οῦ ὁ опрокидыватель повозок (Ἁμαξοκυλισταί было прозвищем мегарцев, предки которых, по преданию, опрокинули в болото повозки, отправлявшиеся в Дельфы) Plut.