ἁμαξοκυλιστής
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (κυλίνδω) down-roller (i.e. destroyer) of wagons: in plural, name of a Megarian family, Plu.2.304e.
German (Pape)
[Seite 116] ὁ, Karrenschieber? Als γένος Μεγαρικόν Plut. qu. gr. 59.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξοκῠλιστής: οῦ ὁ опрокидыватель повозок (Ἁμαξοκυλισταί было прозвищем мегарцев, предки которых, по преданию, опрокинули в болото повозки, отправлявшиеся в Дельфы) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξοκῠλιστής: -οῦ, ὁ, (κυλίνδω) ὁ κατακυλινδῶν, δηλ. καταστρέφων ἁμάξας: οἱ Ἁμαξοκυλισταὶ ἦσαν Μεγαρική τις οἰκογένεια, Πλουτ. 2. 304Ε.
Greek Monolingual
ἁμαξοκυλιστής, ο (Α)
1. αυτός που κυλά προς τα κάτω άμαξες, ο καταστροφέας αμαξών
2. (στον πληθ. ως κύριο όνομα) οἱ Ἁμαξοκυλισταί
όνομα μεγαρικής οικογένειας..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + κυλιστὴς < κυλίνδω «κυλίω»].