καταστροφέας

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source

Greek Monolingual

ο (Α καταστροφεύς) καταστροφή
αυτός που καταστρέφει, ο πρόξενος καταστροφής, ο εξολοθρευτής
αρχ.
πάπ. αυτός που καταστρέφει το δικό του έργο, αδέξιος τεχνίτης, ατζαμής.