Κύκνειος
English (Slater)
Κύκνειος
1 of, with Kyknos τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα (Hermann: Κυκνέα codd.: Κυκνεία byz., cf. Wil., Verskunst, 237̆{1}. ἐτράπη εἰς φυγὴν ὁ Ἡρακλῆς συλλαβομένου τοῦ Ἄρεος ὡς παιδὶ τῷ Κύκνῳ. Σ.) (O. 10.15)
Russian (Dvoretsky)
Κύκνειος: ὁ Кикней (сын Арея) Pind.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Κύκνειος -α -ον [Κύκνος] van Cycnus (zoon van Ares).