Κύκνειος

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10

English (Slater)

Κύκνειος of, with Kyknos τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα (Hermann: Κυκνέα codd.: Κυκνεία byz., cf. Wil., Verskunst, 237̆{1}. ἐτράπη εἰς φυγὴν ὁ Ἡρακλῆς συλλαβομένου τοῦ Ἄρεος ὡς παιδὶ τῷ Κύκνῳ. Σ.) (O. 10.15)

Russian (Dvoretsky)

Κύκνειος:Кикней (сын Арея) Pind.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Κύκνειος -α -ον [Κύκνος] van Cycnus (zoon van Ares).