συνερανισμός

Revision as of 10:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ὁ, A gathering in, collecting, Plu.2.992a.

Greek (Liddell-Scott)

συνερᾰνισμός: ὁ, τὸ συνερανίζειν, συλλέγειν, χαίρειν ἐῶσα τὸν παρ’ ἑτέρων διὰ μαθήσεως τοῦ φρονεῖν συνερανισμὸν Πλούτ. 2. 992Α.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
contribution, collecte, cotisation.
Étymologie: συνερανίζω.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνερανίζω
1. συνεισφορά από κοινού με άλλους
2. μτφ. συγκέντρωση δανείων γνώσεων, λογοκλοπή.

Russian (Dvoretsky)

συνερᾰνισμός:собирание, сбор Plut.