ἐγγυθήκη
English (LSJ)
ἡ, A stand for vessels, tripods, etc., Lys.Fr.34, Hegesand. 45; cf. ἐγγυοθήκη.
German (Pape)
[Seite 702] ἡ, Abltg dunkel; lat. incitega; nach B. A. p. 245 – 1) ein Behältniß, Etwas darin aufzubewahren; dgl. Luc. Lexiph. 2, wo falsch ἐγγυοθήκη steht, – 2) ein Untersatz, um Kessel oder Dreifüße u. dergl. darauf zu stellen; Hegesand. Ath. V, 210 b; vgl. 199 c; für ὑποκρητηρίδιον.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγυθήκη: ἡ, καὶ παρὰ Λουκ. ἐγγυοθήκη, κιβώτιον ἢ θήκη πρὸς φύλαξιν πραγμάτων, Λουκ. Λεξιφ. 2. ΙΙ. ὑπόθεμα δι’ ἀγγεῖα, τρίποδας, κτλ., Λατ. incitega, Ἀθ. 210Β· πρβλ. Λυσ. Ἀποσπ. 18, Μυλλέρου Arch. d. Kunst § 299. 9· ὀρθότ. ἀγγοθήκη.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
mieux que ἐγγυοθήκη;
caisse, coffre.
Étymologie: ἐγγύς, θήκη.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
soporte para vasijas, prob. peana Lys.Fr.32, σιδερᾶ ID 372B.30 (III/II a.C.), Hegesand.45, λέβητες ... ἐπ' ἐγγυθήκαις Callix.2. (p.171), cf. Daim.Ind.1, PLond.402ue.23 (II a.C.), cf. ἀγγοθήκη, ἐγγυοθήκη.
Greek Monolingual
ἐγγυθήκη και ἐγγυοθήκη, η (Α)
1. κιβώτιο για φύλαξη πραγμάτων
2. υπόθεμα, βάση για αγγεία, τρίποδες κ.λπ.