βότρυχος

Revision as of 11:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

ὁ, A = βόστρυχος, Pherecr.189, cj.in E.Or.1267 (lyr.). II peduncle of bunch of grapes, Gal.6.577.

German (Pape)

[Seite 455] ὁ, 1) Traubenstengel, Galen. – 2) = βόστρυχος, Bergk Anacr. frg. p. 255.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 c. βόστρυχος;
2 tige d'une grappe.
Étymologie: βότρυς.

Spanish (DGE)

(βότρῠχος) -ου, ὁ bucle ὦ ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κομῶν Pherecr.202 (cód. βοστρύχοισι), E.Or.1267 (cj. pero cf. βόστρ-).
• Etimología: Cruce de βόστρυχος y βότρυς qq.u.

Greek Monolingual

βότρυχος, ο (Α)
1. το ξυλώδες μέρος του σταφυλιού, το τσάμπουρο
2. ο βόστρυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βότρυχος προήλθε από συμφυρμό των λέξεων βότρυς και βόστρυχος (πρβλ. και βοστρύχιον)].

Greek Monotonic

βότρῠχος: ὁ, = βόστρυχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βότρυχος -ου, ὁ haarlok.