μελάγχολος

Revision as of 11:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

ον, A dipped in black bile, ἰοί S.Tr.573.

German (Pape)

[Seite 118] mit schwarzer Galle bestrichen, ἰοί, Soph. Trach. 570.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγχολος: -ον, (χολὴ) ὁ εἰς μέλαιναν χολὴν βεβαπτισμένος, «βουτημένος», ἰοὶ Σοφ. Τρ. 573.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enduit d'un fiel noir.
Étymologie: μέλας, χολή.

Greek Monolingual

μελάγχολος, -ον (Α)
(για βέλη εμβαπτισμένα σε μαύρη χολή) φαρμακερός, δηλητηριώδης («μελαγχόλους ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χολή (πρβλ. πικρό-χολος)].

Greek Monotonic

μελάγχολος: -ον (χολή), βουτηγμένος σε μαύρη χολή, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

μελάγχολος: омоченный в черной желчи (ἰοί Soph.).

Middle Liddell

μελάγ-χολος, ον χολή
dipped in black bile, Soph.