σμηνουργός

Revision as of 12:21, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

ὁ, A bee-master, ibid., Ael.NA5.13.

German (Pape)

[Seite 911] ὁ, ein Bienenvater od. Bienenpfleger, der Bienen hält, Ael. H. A. 5, 13.

Greek (Liddell-Scott)

σμηνουργός: ὁ, = μελισσουργός, Αἰλ. π. Ζ. 5. 13, Πολυδ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éleveur d'abeilles.
Étymologie: σμῆνος, ἔργον.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μελισσουργός, μελισσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].