σμηνουργός

From LSJ
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμηνουργός Medium diacritics: σμηνουργός Low diacritics: σμηνουργός Capitals: ΣΜΗΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: smēnourgós Transliteration B: smēnourgos Transliteration C: sminourgos Beta Code: smhnourgo/s

English (LSJ)

ὁ, bee-master, ibid., Ael.NA5.13.

German (Pape)

[Seite 911] ὁ, ein Bienenvater od. Bienenpfleger, der Bienen hält, Ael. H. A. 5, 13.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éleveur d'abeilles.
Étymologie: σμῆνος, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

σμηνουργός: ὁ, = μελισσουργός, Αἰλ. π. Ζ. 5. 13, Πολυδ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
μελισσουργός, μελισσοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆνος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].