παραπύημα

Revision as of 13:42, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")

English (LSJ)

ατος, τό, suppuration, Hp.Mochl.5 (pl.).

German (Pape)

[Seite 496] τό, Eiterung daneben, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

παραπύημα: τό, πύωσις,«ἔμπυασμα», Ἱππ. Μοχλ. 848· κοινὴ γραφὴ παραποίημα.

Greek Monolingual

τὸ, Α
εμπύηση, εμπύημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πύον, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. παραπυῶ / -έω (πρβλ. αποπύημα)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπύημα -ατος, τό [παρά, πύον] etter.