παρερμηνεύω

Revision as of 13:57, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

misinterpret, τὸν ποιητήν Str.7.3.10, cf. PGiss.40 ii 7 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 518] falsch auslegen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρερμηνεύω: ἐσφαλμένως, κακῶς ἑρμηνεύω, τὸν ποιητὴν Στράβ. 303·-παρερμήνευμα, τό, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 886C: - παρερμηνευταί, οἱ, οἱ παρερμηνεύοντες, αἵρεσίς τις Χριστιανική, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ΝΑ
ερμηνεύω κάτι εσφαλμένα, παρανοώ, παρεξηγώ (α. «παρερμήνευσες τα όσα είπα» β. «παρερμηνεύειν τὸν ποιητήν», Στράβ.).