πέσος

Revision as of 14:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

εος, τό, = πτῶμα ΙΙ, πέσεα E.Ph.1298 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 603] τό, = πέσημα, πτῶμα, Fall, Eur. Phoen. 1307, im plur., Wucht, Schwere.

Greek (Liddell-Scott)

πέσος: τό, = πτῶμα ΙΙ, πέσεα Εὐρ. Φοίν. 1299.

Greek Monolingual

τὸ, Α
η πτώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ- του αόρ. β' -πεσ-ον του πίπτω, κατά τα ουδ. σε -ος].

Greek Monotonic

πέσος: τό, = πτῶμα II. πληθ. πέσεα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πέσος: εος τό труп, мертвец Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέσος -εος, τό [πίπτω] val:. πέσεα... αἱμάξετον zij beiden zullen een bloederige val maken Eur. Phoen. 1298.

Middle Liddell

πέσος, εος, τό, = πτῶμα II, pl. πέσεα Eur.]