πέσημα

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέσημα Medium diacritics: πέσημα Low diacritics: πέσημα Capitals: ΠΕΣΗΜΑ
Transliteration A: pésēma Transliteration B: pesēma Transliteration C: pesima Beta Code: pe/shma

English (LSJ)

-ατος, τό, fall, A.Supp.937, S.Aj.1033, E.Ba.588 (lyr.), al.; μόσχος ἀδάματον πέσημα δίκε = μόσχος ἀδάματος ἔπεσε, Id.Ph.640 (lyr.); τὸ οὐρανοῦ πέσημα, i.e. the Palladium, Id.IT1384; πεσήματα νεκρῶν dead corpses, Id.Andr.652; Κόδρου τοῦτο πέσημα = place where Kodros fell, IG3.943: rare in Prose, breach in a wall, Aen. Tact.32.12.

German (Pape)

[Seite 603] τό, 1) der Fall, das Hinstürzen; ἀνδρῶν πεσήματα γίγνεται πολλά, Aesch. Suppl. 915; ὄλωλε θανασίμῳ πεσήματι, Soph. Ai. 1022; Μυρτίλου πέσημ' ἐκ δίφρου, Eur. Or. 1548; ἀναΐξας πεσήματος, I. T. 315; πεσήμασι στέγης, Herc. Fur. 1007, u. öfter, wie einzeln bei sp. D., Ep. ad. 463 (IX, 158); auch Plut., πεσήματα ἀνδρῶν, de cur. 5. – 2) das, was gefallen, ausgefallen ist.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 chute;
2 corps tombé.
Étymologie: πίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέσημα -ατος, τό [πίπτω] val:; ὄλωλε θανασίμῳ πεσήματι hij is door een dodelijke val omgekomen Soph. Ai. 1033; concr.. πεσήματα... νεκρῶν gevallenen Eur. Andr. 652.

Russian (Dvoretsky)

πέσημα: ατος τό
1 падение (ἐκ δίφρου Eur.): θανάσιμον π. Soph. насильственная смерть, убийство; π. δικεῖν Eur. пасть;
2 гибель (ἀνδρῶν πεσήματα Aesch.);
3 упавшее: τὸ οὐρανοῦ π. Eur. упавшее с неба, т. е. палладий; πεσήματα νεκρῶν Eur. мертвецы.

Greek (Liddell-Scott)

πέσημα: τό, πτῶσις, πολλὰ γίγνεται πάρος πεσήματ’ ἀνδρῶν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 937· πρὸς τοῦδ’ ὄλωλε θανασίμῳ πεσήματι Σοφ. Αἴ. 1033, καὶ συχν. παρ’ Εὐρ.· μόσχος ἀδάματον πέσημα δίκε = μόσχος ἀδάματος ἔπεσε, Εὐρ. Φοίν. 640· τὸ οὐρανοῦ πέσ., δηλ. τὸ Παλλάδιον, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1384· πεσήματα νεκρῶν, νεκρὰ πτώματα (πρβλ. πτῶμα), ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 653. ― Κατὰ Φώτ. καὶ Ἡσύχ.: «πέσημα· πτῶμα».

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. το πέσιμο, η πτώση
2. αυτό που έχει πέσει
3. φρ. «νεκρῶν πεσήματα» — τα πτώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ- του αορ. β' -πεσ-ον του πίπτω + κατάλ. -ημα (πρβλ. αρίθμημα)].

Greek Monotonic

πέσημα: -ατος, τό, πέσιμο, πτώση, σε Σοφ., Ευρ.· τὸ οὐρανοῦ πέσημα, δηλ. το Παλλάδιον, σε Ευρ.· πεσήματα νεκρῶν, νεκρά σώματα, (πρβλ. πτῶμα), στον ίδ.

Middle Liddell

πέσημα, ατος, τό,
a fall, Soph., Eur.; τὸ οὐρανοῦ πές., i.e. the Palladium, Eur.; πεσήματα νεκρῶν dead corpses, (cf. πτῶμἀ Eur.