παλίγκτιστος

Revision as of 14:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

redivivus, Gloss.

German (Pape)

[Seite 448] wieder erbau't (?).

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίγκτιστος: -ον, ὁ ἐκ νέου κτισθείς, ἀνοικοδομηθείς, ἀνακαίνισθείς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

παλίγκτιστος, -ον (Α)
αυτός που οικοδομήθηκε εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κτιστός (< κτίζω)].