Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
παντιβόλος
Revision as of 14:35, 23 August 2022 by Spiros(talk | contribs)(Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
-ον, Α αυτός που έχει όλα του τα δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ.<πᾶς, παντός+ -βόλος (<βολή<βάλλω «ρίχνω, απορρίπτω») με τη σημ. ότι έχει αποβάλει τα πρώτα του δόντια (πρβλ.ά-βολος (Ι)].