παράπεισις
English (LSJ)
εως, ἡ, over-persuasion, cajolery, Sch.Il.14.217.
German (Pape)
[Seite 493] ἡ, das Überreden, Erkl. von πάρφασις, Schol. Il. 14, 217.
Greek (Liddell-Scott)
παράπεισις: -εως, ἡ, ἐξαπάτησις, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ παράφασις, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 217.