περικειμένως

Revision as of 15:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

Adv. completely, τοῦτο π. διεκρούσατο Ἀσκληπιάδης Cass.Pr.1.

Greek (Liddell-Scott)

περικειμένως: Ἐπίρρ. ἐντελῶς, Κασσ. Προβλ. 1. 331.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. από παντού, εντελώς, ολότελα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περικείμενος, μτχ. του ρ. περίκειμαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].