ποδοπέδη

Revision as of 15:35, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ἡ, fetter, Tz.H.1.891.

German (Pape)

[Seite 643] ἡ, Fußfessel, Nicet. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποδοπέδη: ἡ, πέδη ποδῶν, δεσμὸς τῶν ποδῶν, Νικήτ. Χρον. 3. 3., 4. 2, Τζέτζ. Ἱστ. 1. 811.

Greek Monolingual

η, ΝΜ
νεοελλ.
το ποδόφρενο
μσν.
πέδη, δεσμά για τα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + πέδη «δεσμός» (πρβλ. χειρο-πέδη)].