πράσιμος

Revision as of 15:42, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

[ᾱ], ον, (πρᾶσις) for sale, Pl.Lg.848a, X.Cyr.4.5.42, PSI 4.413.4 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 694] verkäuflich, feil; Plat. Legg. VIII, 847 e; Xen. Cyr. 4, 5, 42; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πράσῐμος: -ον, (πρᾶσις) πρὸς πώλησιν, Λατ. venalis, Πλάτ. Νόμ. 847Ε, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se vend, qui est en vente.
Étymologie: πιπράσκω.

Greek Monolingual

-ον, Α πρᾱσις
αυτός που είναι προς πώληση, πωλήσιμος («πωλεῖν δὲ τοὺς καπήλους ὅ, τι ἔχει ἕκαστος πράσιμον», Ξεν.).

Greek Monotonic

πράσῐμος: -ον (πρᾶσις), αυτός που προορίζεται για πώληση, αυτός που μπορεί να πουληθεί, Λατ. venalis, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πράσῐμος: (ᾱ) выставляемый на продажу, продажный (ζῷα Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πράσιμος -ον [πιπράσκω] te koop.

Middle Liddell

πράσῐμος, ον, πρᾶσις
for sale, Lat. venalis, Xen.

English (Woodhouse)

for sale, on sale