προγέρων
English (LSJ)
οντος, ὁ, older, δὶς τῆς σῆς ἡλικίης π. BMus.Inscr.829b2 (Cnidus).
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, Α
πρεσβύτερος, γέροντας.
οντος, ὁ, older, δὶς τῆς σῆς ἡλικίης π. BMus.Inscr.829b2 (Cnidus).
-οντος, ὁ, Α
πρεσβύτερος, γέροντας.