πρεσβύτερος

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

English (Strong)

comparative of presbus (elderly); older; as noun, a senior; specially, an Israelite Sanhedrist (also figuratively, member of the celestial council) or Christian "presbyter": elder (eldest), old.

Wikipedia EN

In the New Testament, a presbyter (Greek πρεσβύτερος: "elder") is a leader of a local Christian congregation. The word derives from the Greek presbyteros, which means elder or senior. Although many understand presbyteros to refer to the bishop functioning as overseer, in modern Catholic and Orthodox usage, presbyter is distinct from bishop and synonymous with priest. In predominant Protestant usage, presbyter does not refer to a member of a distinctive priesthood called priests, but rather to a minister, pastor, or elder.

The word presbyter etymologically derives from Greek πρεσβύτερος (presbyteros), the comparative form of πρέσβυς (presbys), "old man". However, while the English word priest has presbyter as the etymological origin, the distinctive Greek word (Greek ἱερεύς hiereus) for "priest" is never used for presbyteros/episkopos in the New Testament, except as being part of the general priesthood of all believers, with the first Christians making a distinction between sacerdotal Jewish and pagan priests and New Testament pastors.

English (Thayer)

πρεσβυτέρα, πρεσβύτερον (comparitive of πρέσβυς) (from Homer down), elder; used:
1. of age;
a. where two persons are spoken of, the elder: ὁ υἱόςπρεσβύτερος (Aelian v. h. 9,42), advanced in life, an elder, a senior: opposed to νεανίσκοι, νεώτερος, οἱ πρεσβύτεροι (A. V. the elders), forefathers, παράδοσις (which see) τῶν πρεσβυτέρων, received from the fathers, α. members of the great council or Sanhedrin (because in early times the rulers of the people, Judges , etc., were selected from the elderly men): τοῦ Ἰσραήλ, R G; of τῶν Ἰουδαίων, τοῦ λαοῦ, β. those who in the separate cities managed public affairs and administered justice: BB. DD., under the word Elder>.)
b. among Christians, those who presided over the assemblies (or churches): τῆς ἐκκλησίας added, ἐπίσκοποι) bishops or overseers (as is acknowledged also by Jerome on Lightfoot's Commentary on Philippians , pp. 98f, 229f)) is evident from the fact that the two words are used indiscriminately, ἐπισκοπεῖν, ἐπισκοπή, Clement of Rome, 1 Corinthians 44,1 [ET]; accordingly only two ecclesiastical officers, οἱ ἐπίσκοποι and οἱ διάκονοι, are distinguished in ἐπίσκοπος denotes the function, πρεσβύτερος the dignity; the former was borrowed from Greek institutions, the latter from the Jewish; cf. (Lightfoot, as above, pp. 95ff, 191ff); Ritschl, Die Entstehung der altkathol. Kirche, edition 2, p. 350ff; Hase, Protest. Polemik, edition 4, p. 98ff; (Hatch, Bampton Lects. for 1880, Lect. 3and Harnack's Analecten appended to the German translation of the same (p. 229ff); also Harnack's note on Clement of Rome, 1 Corinthians 1,3 [ET] (cf. references at 44at the beginning), and Hatch in Dict. of Christ. Antiq., under the word priest. Cf. ἐπίσκοπος.). the twenty-four members of the heavenly Sanhedrin or court, seated on thrones around the throne of God: Revelation 19:4.

Greek Monolingual

-η και -έρα, -ο / πρεσβύτερος, -έρα, -ον, ΝΑ, και βοιωτ. τ. αρσ. πρισγούτερος και θηλ. πρεσβυτερίς, -ίδος, Α πρέσβυς
1. γεροντότερος, μεγαλύτερος στην ηλικία από κάποιον άλλο
2. το αρσ. ως ουσ. ο πρεσβύτερος
εκκλ. ο δεύτερος βαθμός ιερωσύνης που υπάρχει από τους αποστολικούς χρόνους, ο ιερέας, ο οποίος χειροτονείται από τον επίσκοπο, τελεί όλα τα μυστήρια, εκτός από την ιερωσύνη, και ως εφημέριος ναού έχει διοικητικά, λειτουργικά, φιλανθρωπικά και άλλα καθήκοντα, μπορεί να είναι έγγαμος, ενώ διακριτικό του άμφιο είναι το επιτραχήλιο ή πετραχήλι
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο μεγαλύτερος αδελφός στην οικογένεια
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρεσβύτεροι
αυτοί που υπερέβησαν την ανδρική ηλικία, οι γέροντες
3. το θηλ. ως ουσ. η πρεσβυτέρα
η σύζυγος ιερέα, η παπαδιά
αρχ.
1. τίτλος τιμής και σεβασμού («ἐγώ παλαιότατός εἰμι σὺ δὲ πρεσβύτερος», Πλούτ.)
2. (σχετικά με μέγεθος) μεγαλύτερος από κάτι άλλο («πρεσβύτερον κακοῦ κακόν», Σοφ.)
3. το αρσ. ως ουσ. α) προϊστάμενος, άρχοντας, δημογέροντας
β) αρχηγός, πρόεδρος σωματείου ιδίως εργατικού («οἱ πρεσβύτεροι τῶν ὀλυροκόπων», επιγρ.)
γ) μέλος ιουδαϊκού συμβουλίου
δ) δάσκαλος
ε) μέλος της ρωμαϊκής συγκλήτου
στ) οι απόστολοι
4. το θηλ. ως ουσ. α) ηλικιωμένη γυναίκα που συντηρείται από την Εκκλησία
β) γυναίκα ιέρεια («γυνὴ οὐ γίνεται πρεσβυτέρα», Πλωτ.)
γ) αρχηγός ή ανώτατο μέλος γυναικείας κοινότητας
5. φρ. α) «βουλαὶ πρεσβύτεραι» — οι σοφές βουλές τών πρεσβυτέρων
β) «ἐπὶ τὸ πρεσβύτερον ἰέναι» — το να ηλικιώνεται κανείς, να γίνεται πρεσβύτερος
γ) «πρεσβύτερόν τι ἔχειν» — θεωρώ κάτι εντιμότερο ή άξιο τιμής και σεβασμού, το εκτιμώ περισσότερο («οὐδὲν πρεσβύτερον νομίζω τὰς σωφροσύνας», Ευρ.).

Russian (Dvoretsky)

πρεσβύτερος: II
1 старец NT;
2 старейшина NT;
3 предок (ἡ παράδοσις τῶν πρεσβυτέρων NT).
compar. к πρέσβυς I.

French (Bailly abrégé)

Cp. de πρέσβυς.
NT: (pl.) οἱ πρεσβύτεροι, les Anciens du peuple, chez les Juifs ; ou chez les premiers Chrétiens ; (p. suite) les prêtres (le NT utilise le terme évêque, anciens et πρεσβύτερος indifféremment)

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρεσβύτερος, ὁ [~ πρέσβυς] ouderling leden van het sanhedrin; NT Mt. 16.21; bij de christenen. NT Act. Ap. 11.30.
πρεσβύτερος comp. van πρέσβυς.
πρεσβύτερος, ὁ [πρέσβυς] meestal plur. ouderlingen; van leden van het sanhedrin; NT Mt. 16.21; ook onder de christenen. NT Act. Ap. 11.30.

Chinese

原文音譯:presbÚteroj 普雷士畢帖羅士
詞類次數:形容詞(67)
原文字根:(更加)年長的 相當於: (זָקֵן‎) (זָקֵן‎)
字義溯源:長老,作長老的,年長的,大,老的,老年人,古人的,老年婦女;源自(πρεσβεύω)X*=年老的)。在四福音中說到的長老,是指猶太公會的長老。使徒行傳時,才開始選立教會的長老。在書信中就說到作長老(或監督)的條件
出現次數:總共(65);太(11);可(7);路(5);約(1);徒(18);提前(4);多(1);來(1);雅(1);彼前(2);約貳(1);約叄(1);啓(12)
譯字彙編
1) 長老(49) 太16:21; 太21:23; 太26:3; 太26:47; 太26:57; 太27:1; 太27:3; 太27:12; 太27:41; 太28:12; 可8:31; 可11:27; 可14:43; 可14:53; 可15:1; 路7:3; 路9:22; 路20:1; 路22:52; 徒4:5; 徒4:23; 徒6:12; 徒11:30; 徒14:23; 徒15:2; 徒15:4; 徒15:6; 徒15:22; 徒16:4; 徒20:17; 徒21:18; 徒23:14; 徒24:1; 徒25:15; 提前5:17; 多1:5; 雅5:14; 啓4:4; 啓4:10; 啓5:5; 啓5:6; 啓5:8; 啓5:11; 啓5:14; 啓7:11; 啓7:13; 啓11:16; 啓14:3; 啓19:4;
2) 古人(3) 可7:3; 可7:5; 來11:2;
3) 作長老的(3) 徒15:23; 約貳1:1; 約叄1:1;
4) 老年人(2) 徒2:17; 提前5:1;
5) 長老的(1) 提前5:19;
6) 長老們(1) 彼前5:1;
7) 年長的(1) 彼前5:5;
8) 老年婦女(1) 提前5:2;
9) 大(1) 路15:25;
10) 古人的(1) 太15:2;
11) 長老阿(1) 徒4:8;
12) 老的(1) 約8:9

English (Woodhouse)

(see also: πρέσβυς) more important

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

senior, elder, 1.6.3, 1.6.31.42.1, 1.72.1. 1.105.7. 2.11.1. 2.21.2. 2.54.2. 4.44.4. 4.92.7. 5.65.2. 5.72.3. 5.72.4. 5.75.1. 6.13.1. 6.18.6. 6.24.3. 7.29.4, 8.1.3. 8.92.8.
seniores, ancestors, forefathers, 5.64.3.

Translations

ar: برسبيتر شيخ; ast: presbíteru; bat_smg: konėgs; ca: prevere; cs: presbyter; da: presbyter; de: Priester; el: πρεσβύτερος; en: presbyter; eo: presbitero; es: presbítero; et: presbüter; fi: presbyteeri; fr: presbytre; gl: presbítero; hr: prezbiter; hu: presbiter; id: presbiter; it: presbitero; kk: пресвитер; la: presbyter; lt: kunigas; mk: презвитер; no: presbyter; pl: prezbiter; pt: presbítero; ru: пресвитер; sh: prezbiter; sk: presbyter; sr: презвитер; sv: presbyter; sw: upadri; uk: пресвітер; ur: پریسبیٹر; zh: 監督