προκαταπαύω

Revision as of 16:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

cause to cease before, τινος from…, Lib.Or.18.99; but π. [τινὰ] ροῦ συμμέτρου before the moderate amount, Gal.6.286.

Greek (Liddell-Scott)

προκαταπαύω: καταπαύω, πρότερον, οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῦσαι τοῦ φρονήματος Λιβάν. 1. 554.

Greek Monolingual

Α καταπαύω
1. κάνω να σταματήσει κάτι εκ τών προτέρων («οὐ δυνηθεὶς προκαταπαῡσαι τοῦ φρονήματος», Λιβάν.)
2. καταπαύω, σταματώ προτού να... («προκαταπαύειν τινὰ τοῦ συμμέτρου», Γαλ.).