προσαπόκειμαι

Revision as of 16:20, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

to be stored up as well, dub.in Aristid. Or.50 (26).49 (fort. προ-).

Greek Monolingual

Α
έχω αποτεθεί σε ένα μέρος για φύλαξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀπόκειμαι «είμαι τοποθετημένος σε ασφαλές μέρος»].