πυκνόστυλος

Revision as of 16:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, with the pillars close together, i.e. at a distance of 1 1/2 diameters, opp. ἀραιόστυλος, Vitr.3.3.1.

German (Pape)

[Seite 816] mit dichten, dichtstehenden od. vielen Säulen, Vitruv. 3, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πυκνόστῡλος: -ον, ὁ ἔχων τοὺς στύλους πλησίον ἀλλήλων, δηλαδὴ εἰς ἀπόστασιν 1 ½ διαμέτρου, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀραιόστυλος, Βιτρούβ. 3. 3.

Greek Monolingual

-η, -ο / πυκνόστυλος, -ον, ΝΑ
(για αρχαία περίστυλα αρχιτεκτονικά οικοδομήματα) αυτός που έχει πυκνούς τους στύλους, δηλαδή σε απόσταση 1½ διαμέτρου μεταξύ τους, σε αντιδιαστολή προς τον αραιόστυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + στύλος (πρβλ. αραιό-στυλος)].