σκληροποιός

Revision as of 18:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

όν, making hard, hardening, Plu.2.953c.

German (Pape)

[Seite 901] hart machend, härtend, Plut. de primo trigido 18.

Greek (Liddell-Scott)

σκληροποιός: -όν, ὁ ποιῶν τι σκληρόν, ὁ σκληρύνων, Πλούτ. 2. 953C.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui rend dur, qui durcit.
Étymologie: σκληρός, ποιέω.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που σκληρύνει κάτι, που καθιστά σκληρό κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ποιός].

Russian (Dvoretsky)

σκληροποιός: делающий твердым (τὸ ψυχρόν Plut.).