σκληροποιός
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
English (LSJ)
σκληροποιόν, making hard, hardening, Plu.2.953c.
German (Pape)
[Seite 901] hart machend, härtend, Plut. de primo trigido 18.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui rend dur, qui durcit.
Étymologie: σκληρός, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
σκληροποιός: делающий твердым (τὸ ψυχρόν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
σκληροποιός: -όν, ὁ ποιῶν τι σκληρόν, ὁ σκληρύνων, Πλούτ. 2. 953C.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που σκληρύνει κάτι, που καθιστά σκληρό κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + -ποιός].