σκληρόφθαλμος

Revision as of 18:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, having hard dry eyes, opp. ὑγρόφθαλμος, Arist.HA505b1, PA648a17, al., Thphr.Sens.36; also σ. ὄμματα Arist.HA526a9.

German (Pape)

[Seite 901] mit harten, starren Augen; Arist. H. A. 2, 13; Ggstz von ὑγρόφθαλμος, part. anim. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων τραχεῖς (ἀκινήτους) ὀφθαλμούς, ἀντίθετον τῷ ὑγρόφθαλμος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 12, π. Ζ. Μορ. 2. 2, 8, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, σκλ. ὄμματα π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2. 10.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκληρά, δηλαδή δυσκίνητα ή και ακίνητα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ὀφθαλμός.

Russian (Dvoretsky)

σκληρόφθαλμος:
1) обладающий твердыми глазными яблоками (ζῷα Arst.);
2) (о глазах) твердый, жесткий (на ощупь) (ὄμματα Arst.).