σκολιόβουλος

Revision as of 18:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, of crooked counsel, AB329, Suid. s.v. ἀγκυλομήτης.

German (Pape)

[Seite 901] von krummen, listigen Rathschlägen, Anschlägen, Sund. u. B. A. 329, für ἀγκυλομήτης.

Greek (Liddell-Scott)

σκολιόβουλος: -ον, ὁ ἔχων σκολιὰν βουλήν, σκολιὰ βουλευόμενος, Α. Β. 329, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που σκέπτεται με πανούργο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκολιός «διεστραμμένος, στριφνός» + -βουλος (< βουλή «σκέψη»)].