σκολλυφόρος

Revision as of 18:02, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, wearing a σκόλλυς, Hsch. s.v. κοννοφόρων. σκολοβράω, to be displeased, vexed, Id. σκολοῖς· δρεπάνοις, Id.

Greek (Liddell-Scott)

σκολλυφόρος: -ον, ὁ φέρων λόφον τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει μία τούφα μαλλιών στην κορυφή του κεφαλιού του, κοννοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλλυς «τρόπος κουρέματος» + -φόρος].