σκόλλυς
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
υος, ὁ, fringe of hair, Dsc.Eup.2.97, Poll.2.30, Lex.Rhet. ap.Eust.1528.20, Hsch., cj. in Alcm.44; σκόλλυν ἀποκείρειν Pamphil. ap.Ath.11.494f.
German (Pape)
[Seite 902] ὁ, eine Art, die Haare zu stutzen, zu scheeren, indem man auf dem Scheitel einen Schopf stehen ließ, Ath. 494 f u. VLL.; auch σκολλύς u. σκόλλις geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
σκόλλυς: -υος, ὁ, (σκολλύπτω) τρόπος κουρᾶς, καθ’ ὃν ἀφίνεται λόφος τις τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 93· σκόλλυν ἀποκείρειν Πάμφιλ. παρ’ Ἀθην. 494F· - ὡσαύτως σκολλὺς ὀξυτόν., Ἡσύχ., καὶ σκόλλις, Εὐστ. 1528. 18.
Greek Monolingual
-υος, ὁ, Α
τρόπος κουρέματος κατά τον οποίο άφηναν μία τούφα μαλλιών στην κορυφή της κεφαλής, κόννος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός υποκορ. τ. που συνδέεται με το ρ. σκολύπτω (πρβλ. και στόλοκρος, σκόλυμος)].
Frisk Etymological English
-υος
Grammatical information: m.
Meaning: fringe of hair, a haircut where one left on the skull a tuft standing (Pamphil. ap. Ath. 11, 494 f., Dsc., H., Poll. a. o.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Prob. a short form wit hypocoristic gemination; s. σκολύπτειν. After Specht Glotta 31, 128 (s. also Gaya Nuño Emer. 19, 232 ff.) here also στόλοκρον τὸ περικεκομμένον τὰς κόμας κτλ., dissimilated from *σκόλ-; to this also Lat. calvus (?). Cf. σκόλυμος. -- A Pre-Greek word seems prob.
Frisk Etymology German
σκόλλυς: -υος
{skóllus}
Grammar: m.
Meaning: Bez. eines Haarschnitts, wobei man auf dem Scheitel einen Schopf stehen ließ (Pamphil. ap. Ath. 11, 494 f., Dsk., H., Poll. u. a.).
Etymology: Wohl Kurzform mit hypokoristischer Gemination; s. σκολύπτειν. Nach Specht Glotta 31, 128 (s. auch Gaya Nuño Emer. 19, 232 ff.) hierher noch στόλοκρον· τὸ περικεκομμένον τὰς κόμας κτλ., aus *σκόλ- dissimiliert; dazu noch lat. calvus (?). Vgl. σκόλυμος.
Page 2,735