σπαθητός

Revision as of 18:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ή, όν, struck with the σπάθη, compactly woven, A.Fr.365, Democr.Eph. 1.

German (Pape)

[Seite 915] von Geweben, die auf dem senkrechten Webstuhle mit der σπάθη gewebt u. dichtgemacht sind; ὑφάσματα, Aesch. frg. 330, χλαῖνα, Soph. bei Poll. 7, 36.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰθητός: -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς σπάθης κτυπηθείς, πυκνῶς ὑφασμένος, «κρουστός», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 331, Σοφοκλ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 36, πρβλ. Ἀθήν. 525D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαθητόν· γυναικεῖον».

Greek Monolingual

-ή, -όν και δωρ. τ. σπαθατός, -ά, -όν, Α σπαθῶ
1. (για ύφασμα) πυκνά υφασμένος, κρουστός
2. (κατά τον Ησύχ.) «σπαθητόν
γυναικεῑον».

Russian (Dvoretsky)

σπᾰθητός: уплотненный, плотно сотканный, плотный (ὑφάσματα Aesch.).