плотный
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
Russian > Greek
κατάπυκνος, βαθύς, δασύς, δασεῖα, δασύ, εὐπίλητος, εὔπηκτος, ἐΰπηκτος, στρογγύλος, στεγνός, πολύπηνος, ἐπήτριμος, στιβαρός, σύμπυκνος, οὖλος, πυκνός, σύμπηκτος, πολυσώματος, στερεός, στερρός, στέριφος, πάγιος, ἀπόκροτος, στιφρός, παχύς, ἐμβριθής, σπαθητός, συμπαγής, συμμιγής, συνεχής