στήδην
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 940] adv., = στάδην 2, nach dem Gewicht, zugewogen, Nic. Al. 327.
Greek (Liddell-Scott)
στήδην: Ἐπίρρ. = στάδην ΙΙ, κατὰ τὸ βάρος, «μὲ τὸ ζύγι», Νικ. Ἀλεξιφ. 327.
French (Bailly abrégé)
adv.
au poids.
Étymologie: ἵστημι, -δην.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με το ζύγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από το θ. στη- του ἵστημι με επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. στά-δην)].