σπονδύλη
English (LSJ)
σπονδ-ύλιον, σπονδ-ύλιος, σπονδ-υλώδης, σπονδύλος, v. σφονδ-.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
σπονδύλη: -ύλιον, -ύλιος, -υλώδης, -ῠλος, ἴδε σφονδ-.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. σφονδύλη.
Greek Monotonic
σπονδύλη: σπόνδῠλος, βλ. σφονδ-.