σταχυοστέφανος

Revision as of 18:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, crowned with ears of corn, Δηώ AP6.104 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 931] mit Aehren gekränzt, Δηώ, Philp. 14 (VI, 104).

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, ὁ ἐστεμμένος διὰ σταχύων, Δηὼ Ἀνθ. Π. 6. 104.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la couronne d'épis.
Étymologie: στάχυς, στέφανος.

Greek Monolingual

-ον, Α
στεφανωμένος με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + στέφανος.

Greek Monotonic

στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, στεφανωμένος με στάχυα σιταριού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στᾰχυοστέφᾰνος: с венком из колосьев (δηώ Anth.).

Middle Liddell

στᾰχυο-στέφᾰνος, ον,
crowned with ears of corn, Anth.