σταχυοστέφανος
English (LSJ)
ον, crowned with ears of corn, Δηώ AP6.104 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 931] mit Aehren gekränzt, Δηώ, Philp. 14 (VI, 104).
Greek (Liddell-Scott)
στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, ὁ ἐστεμμένος διὰ σταχύων, Δηὼ Ἀνθ. Π. 6. 104.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
-ον, Α
στεφανωμένος με στάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + στέφανος.
Greek Monotonic
στᾰχυοστέφᾰνος: -ον, στεφανωμένος με στάχυα σιταριού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
στᾰχυοστέφᾰνος: с венком из колосьев (δηώ Anth.).